- κοκαρβοξυλάση
- η(βιοχ.) συνένζυμο τών αποκαρβοξυλασών τών α-κετονικών οξέων.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cocarboxylase < co- (< μσν. αγγλ. co- < λατ. com-) + carboxylase < carboxyl (< carb- < γαλλ. carbone < λατ. carbon < carbo + ox- < γαλλ. oxygene < ὀξύς + -yl < ύλη) + -ase < diastase].
Dictionary of Greek. 2013.